ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΥΞΗΣΕΩΝ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

ΙΩΝΑΘΑΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Κωνσταντίνου @Βρέττας Δικηγορική Εταιρεία
Δημητρέσσα αρ. 18, 210-6123444, 6977190292


ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΥΞΗΣΕΩΝ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Γλωσσάρι:
ΑΜΚ = Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου
NPL= Non Performing Loans – Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ)
ΕΑ= Εταιρείες Αξιολόγησης (ή Εντολοδόχοι Αξιολόγησης)
ΤΧΣ = Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

ΑΜΚ σύμφωνα με το εμπορικό δίκαιο συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις:
α) όταν μια εταιρεία έχει ζημίες στον ισολογισμό της, κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί
β) όταν προβλέπει μια μεγάλη επένδυση (δαπάνη) και απαιτεί νέα κεφάλαια που δεν αντλεί δανειακά (έστω και από δάνεια μετόχων της) και χρειάζεται χρήματα για τις νέες προβλεπόμενες δαπάνες.
Στην σχεδιαζόμενη ΑΜΚ των 4 συστημικών τραπεζών της Ελλάδας υπάρχει ένα οξύμωρο που πρέπει να ελεγχθεί. Οι Τράπεζες αυτές δεν εμφανίζουν αρνητικούς ισολογισμούς, οι περισσότερες μάλιστα αυτά δίνουν οριακά κερδοφόρες χρήσεις, άρα σύμφωνα με τον εμπορικό Νόμο η ΑΜΚ δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της τραπεζικής αγοράς.
Σύντομη παρουσίαση του προβλήματος των Τραπεζών.
Κεφαλαιακή επάρκεια = χαμηλή σχέση καταθέσεων (δυνητικά ταμειακά υπόλοιπα) προς χορηγήσεις (δυνητικές απαιτήσεις από τρίτους).
Όταν το σύστημα βρίσκεται σε ισορροπία, οι καταθέτες αφήνουν τα χρήματά τους στις τράπεζες οι οποίες τα δίνουν υπό μορφή χορηγήσεων σε οφειλέτες που σταδιακά τα επιστρέφουν, η κερδοφορία της τράπεζας αντλείται από τις διαφορές επιτοκίων χορήγησης-καταθέσεων και τις διάφορες τραπεζικές χρεώσεις.
Συνεπώς οι τράπεζες διαμορφώνουν τους ισολογισμούς τους με βάση τα οικονομικά ως άνω δεδομένα, κρατώντας χωριστά ταμεία για τις δικές τους χρεωπιστώσεις στους πελάτες τους (που αφορούν τις δαπάνες λειτουργίας της ίδιας της τράπεζας και τα κέρδη της από τραπεζικές εργασίες) και χωριστούς πίνακες για τα χρήματα που ανήκουν σε καταθέτες και που έχουν δοθεί υπό μορφή χορηγήσεων στην αγορά.
Θεωρητικά και με βάση τις αρχές της λογιστικής τα δύο αυτά λογιστικά συστήματα πρέπει να έχουν απόλυτη αυτοτέλεια.
 Επειδή υπό φυσιολογικές συνθήκες οι τράπεζες έχουν φτάσει στο σημείο να έχουν χορηγήσει (πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα) δάνεια πολλαπλάσια των καταθέσεων που έχουν, υφίσταται μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της λογιστικής στήλης του χρήματος που «οφείλουν» στους καταθέτες τους και σε αυτό που δυνητικά μπορούν να απαιτήσουν από τους οφειλέτες τους (αυτούς που έχουν πάρει δάνεια), αλλά και πάλι στο τραπεζικό σύστημα, επειδή δεν συμβαίνει (εκτός περιόδου κρίσεων) να ζητούν όλοι οι καταθέτες ταυτόχρονα την επιστροφή των χρημάτων τους, πάλι η ανισορροπία αυτή δεν γίνεται ορατή στον μέσο άνθρωπο.
Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα σημαίνει ότι η Τράπεζα δύναται, λόγω της προς τούτο «κάλυψης» της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και ειδικά στην περίπτωση της Ευρωπαικής Νομισματικής Ενωσης, της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας, να θέτει σε κυκλοφορία υπερβάλλον νόμισμα (σε ηλεκτρονική-άυλη μορφή κατά την συντριπτική του πλειοψηφία) από αυτό που εκάστοτε διαθέτει στα ταμεία της. Δεν είναι κάτι παράνομο, ούτε μεμπτό στην καπιταλιστική οικονομία, αντίθετα σύμφωνα με τις αρχές της οικονομικής επιστήμης, αποτελεί τούτο το μοχλό ανάπτυξης των οικονομιών (leverage). Το μόνο τρωτό σημείο όμως είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη και η νομισματική επέκταση λειτουργεί μόνον σε αναπτυσσόμενες οικονομίες, ή κατ’ ελάχιστον σε αυτές που παρουσιάζουν στιγμιαία και μόνον ύφεση.
Σε οικονομίες που είναι ή βαθιά υφεσιακές, ή παρουσιάζουν μακροχρόνια ύφεση, ή και τα δύο όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, η «μόχλευση» αυτή δεν λειτουργεί, αντιθέτως μάλιστα, δημιουργεί περαιτέρω ύφεση, αφού στερεί την οικονομία από ρευστό, το οποίο κατευθύνεται αλλού (φορολογικούς παράδεισους, κάλυψη χρεών, στρώματα κτλ)
Σε συνθήκες ανάπτυξης, επειδή σε γενικές γραμμές εξυπηρετούνται οι χορηγήσεις και υπάρχει (θετική) ροή χρήματος στις Τράπεζες, δεν γίνονται ορατές οι περιπτώσεις δανείων, τα οποία είτε με δόλο, είτε από κακό υπολογισμό ή από έκτακτες συνθήκες που αφορούν τους δανειολήπτες, δεν αποπληρώνονται ή αποπληρώνονται μερικά ή και με μεγάλες καθυστερήσεις.
Ένας παράγοντας όμως που εντείνει τα μέγιστα αυτό το καθεστώς ανισορροπίας είναι τα NPLs ή άλλως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η δημιουργία «κόκκινων» ζωνών στις τράπεζες και η ανάγκη διαγραφών ενεργητικού από τους ισολογισμούς τους.
Τα δάνεια αυτά, που ονομάζονται «κόκκινα» δάνεια, κατηγοριοποιούνται στους ισολογισμούς των Τραπεζών πρίν γίνουν κόκκινα ως ενεργητικό, δηλαδή ως μελλοντικές εισπράξεις, οι οποίες ισοσκελίζουν το παθητικό, δηλαδή τις καταθέσεις. Τονίζω σε αυτό το σημείο, ότι σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής, οι λογαριασμοί χρήσεων των Τραπεζών, ακριβώς επειδή υπάρχει σε αυτές η νομικά αναγνωρισμένη ιδιότητα του εντολοδόχου διαχείρισης ξένου χρήματος, είναι χωριστοί ως προς το σκέλος καταθέσεις-χορηγήσεις και έξοδα-έσοδα εκ της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δεν πρέπει θεωρητικά να συμμειγνύονται λογιστικώς.
Όταν συνεπώς έχουμε λόγω ύφεσης στην οικονομία, μια μεγάλη αύξηση της επιβράδυνσης ροής χρήματος και αρχίζουν οι δανειολήπτες να μην εξυπηρετούν συστηματικά τα δάνειά τους, έχουμε αφ’ ενός την επιβράδυνση της ροής επιστροφών χρήματος προς τις Τράπεζες, αφ’ ετέρου όμως και συνεπακόλουθα της ύφεσης γίνονται αυξημένες σε σχέση με το «φυσιολογικό» αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασμούς για κάλυψη α) συναλλαγματικών κινδύνων (αναλήψεις για να μην υπάρχει κίνδυνος απώλειας κεφαλαίου από υποτιμήσεις ή έκτακτες καταστάσεις), β) αυξημένες βιοτικές ανάγκες των καταθετών, αφού λόγω έλλειψης εισοδήματος αναλώνουν από τα κεφάλαιά τους και γ) αυξημένες ανάγκες για κάλυψη φόρων και τελών προς το Δημόσιο.
Οι Τράπεζες λοιπόν βρίσκονται στην θέση, επειδή δανείσανε πολύ περισσότερα από τα όσα είχανε πραγματικά (και όχι λογιστικά-εικονικά), να πρέπει να βρούν επειγόντως χρήματα για να καλύψουν την ψαλίδα μεταξύ αναγκών για επιστροφή χρημάτων στους καταθέτες που τα απαιτούν και των δανειοληπτών που δεν επιστρέφουν τα οφειλόμενα.
Η εύκολη λύση των Τραπεζών που εφήρμοσαν όλα αυτά τα χρόνια είναι ο δανεισμός. Κάθε φορά που οι Τράπεζες στην Ελλάδα διαπιστώνανε ότι η ανωτέρω ψαλίδα άνοιγε και τους λείπανε περισσότερα χρήματα αντλούσαν δανειακά κεφάλαια, με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς. Τα δανειακά αυτά κεφάλαια τα καλύπτανε αρχικά με ομολογιακά δάνεια, δηλαδή προβαίνανε σε έκδοση ομολογιών που άλλοτε και άλλοτε όχι ήσαν μετατρέψιμες σε μετοχές κατά την λήξη τους και εφ’ όσον δεν πληρωνόντουσαν. Όταν δυσκόλεψε αυτή η επιλογή επειδή οι αγορές καταλαβαίνανε ότι οι Τράπεζες δύσκολα θα εξοφλούσαν αυτά τα ποσά κατά την ωρίμανσή τους, τότε απευθύνθηκαν στην ΕΚΤ ως δανειστή τελευταίας ευκαιρίας και αρχίσανε και αντλούσανε ρευστότητα από το σύστημα ELA, όμως με μεγάλα επιτόκια και με ενεχυρίαση στοιχείων του ενεργητικού τους (δηλαδή παραδίνανε στην ΕΚΤ είτε ομόλογα –συνήθως Ελληνικού Δημοσίου που κατείχαν- ή με ενεχυρίαση πακέτων δανείων που είχανε στην κατοχή τους, είτε με τιτλοποίηση (περίπτωση Eurobank) είτε με οιονεί δέσμευση πακέτων ενεργητικού τους, ως θα αναλυθεί κατωτέρω.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να σκεφτούμε τι συμβαίνει με μια δανειακή σύμβαση όταν αυτή σταματήσει να αποδίδει ρευστότητα στον δανειστή. Όταν σταματήσει να φέρνει ταμειακές ροές στον δανειστή, το δάνειο αυτό σύμφωνα με το λογιστικό σύστημα που εφαρμόζεται στις τράπεζες κατ’ αρχάς μεταφέρεται λογιστικά στις επισφάλειες και όταν οριστικά παύει να εξυπηρετείται εντάσσεται στον ισολογισμό των Τραπεζών με τον ψευδεπίγραφο τίτλο ως «προβλέψεις μελλοντικών εισπράξεων». Όταν τελικά χαρακτηριστεί η απαίτηση αυτή ως ανείσπρακτη αφαιρείται από το ενεργητικό του κυκλοφορούντος χρήματος της Τράπεζας και χαρακτηρίζεται ως ζημιά.
Περιγράφοντας τη διάσταση του προβλήματος, στελέχη τραπεζών αναφέρουν ότι αν το ήμισυ των δανείων των τραπεζών βρίσκεται ήδη σε καθυστέρηση, δηλαδή δάνεια της τάξεως των 100 δισ. ευρώ, και από αυτά καλύπτονται με προβλέψεις τα 70 δισ. ευρώ, απομένουν δάνεια 30 δισ. ευρώ εκ των οποίων είναι άγνωστο πόσα τελικώς δεν θα εξυπηρετηθούν. Και σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα νέα επισφαλή δάνεια που φαίνονται στον ορίζοντα, αφού πλέον έχει πέσει σημαντικά ο πήχης για την ανάπτυξη το 2015. (http://www.capital.gr/story/2221159)
Ο άλλος τρόπος αύξησης της ρευστότητας των Τραπεζών που προτείνεται είναι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ). Διά μέσου αυτής της οδού υποτίθεται ότι συμψηφίζονται οι επισφαλείς προβλέψεις των Τραπεζών με νέο χρήμα, υποτίθεται απαλλαγμένο από δανειακές υποχρεώσεις των τραπεζών προς τρίτους και το οποίο θα εξασφαλίσει την ομαλή ροή χρήματος προς τους καταθέτες, που ολοένα και περισσότερο, απαιτούν για τους τρείς λόγους που προαναφέρθηκαν την ανάληψη χρημάτων.
Μια ΑΜΚ για να είναι σύννομη, πρέπει να συνοδεύεται από καταβολή μετρητών στο ταμείο του φορέα που αιτείται την ΑΜΚ στον χρόνο που ορίζεται (συμπλήρωση βιβλίου εγγραφών) και σημαίνει τα εξής:
Α) «νέο» απαλλαγμένο από δανειακές υποχρεώσεις θα κατατεθεί σε «κρουστό νόμισμα» στα ταμεία της Τράπεζας.
Β) αυτός που θα καταβάλλει τα χρήματα αυτά θα αποκτήσει νέες μετοχές της Τράπεζας, με αντίστοιχη απομείωση της αξίας των μετοχών των παλαιών μετόχων, αλλά και της εκπροσώπησης των παλαιών μετόχων στην Γενική Συνέλευση της Τράπεζας με αντίστοιχη δυνατότητα των νέων μετόχων να ελέγξουν την διοίκηση της Τράπεζας.
Γ) δεν αποκλείεται γενικώς στους παλαιούς μετόχους, αν συνεισφέρουν «κρουστό νόμισμα» στην ΑΜΚ να συμμετάσχουν και αυτοί στην διαδικασία και αν βάλουν όλα τα χρήματα που απαιτούνται από τους όρους της ΑΜΧ, να διατηρήσουν τις παλαιές μετοχικές «ισορροπίες»
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρατήρηση: πώς είναι δυνατόν οι νέοι υποψήφιοι στην ΑΜΚ να καταβάλλουν πχ το 1/10 των χρημάτων που απαιτεί η ΑΜΚ, να έχουν παίρνουν πλειοψηφικά πακέτα και τα υπόλοιπα 9/10 των χρημάτων της ΑΜΚ (ίδιο με ανακεφαλαιοποίηση) να καταβάλλονται μέσω του ΤΧΣ από τον Ευρωπαίο και κυρίως Έλληνα φορολογούμενο, ο οποίος για την «συνεισφορά» του αυτή δεν λαμβάνει τίποτα πλήν ενός νέου δανείου για επιστροφή  των νέων δανεικών.
Αλλά φεύγοντας από τα όσα είναι ευρέως γνωστά και αυτονόητα, ας κάνουμε μια προσπάθεια να εξηγήσουμε τον ρόλο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην συμπεριφορά Τραπεζών και με την διαβλεπόμενη πρόθεσή τους να τα μεταβιβάσουν ως τιτλοποιημένα πακέτα σε κερδοσκοπικές ομάδες κεφαλαίου, γνωστά και ως «γύπες».
Η τιτλοποίηση της απαίτησης
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Νόμου 3156/2003: «Η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι τρόπος χρηματοδότησης ιδιαίτερα διαδεδομένος στην αλλοδαπή. Ο όρος προέρχεται από τον αγγλικό όρο «securitisation». Αρχικά αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1980 κυρίως για απαιτήσεις από ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην Ευρώπη, καθώς και σε άλλες χώρες στο εξωτερικό, καλύπτοντας πλέον πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις. Στην πιο απλή της μορφή η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια εταιρεία, που έχει ως ειδικό σκοπό (στο εξής ΕΕΣ) την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για τον σκοπό αυτό».
Για να κατανοήσουμε τη λειτουργία αυτού του τρόπου χρηματοδότησης παραθέτουμε την ευρεία και τη στενή του έννοια:
Τιτλοποίηση υπό ευρεία έννοια αποτελεί η ενσωμάτωση δικαιωμάτων σε αξιόγραφα με σκοπό την άντληση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων. Βασικό της χαρακτηριστικό αποτελεί η αποδιαμεσολάβηση (disintermediation) και η παράκαμψη της κλασικής ιδιότητας των τραπεζών ως δανειστών, οι οποίες αντικαθίστανται πλέον από τους επενδυτές. Οι επενδυτές, που θα διαθέσουν πρωτογενώς τα κεφάλαιά τους με αντάλλαγμα την απόκτηση τίτλων (ομολογιών) θα προκαλέσουν τις αναγκαίες για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ροές πληρωμών. Λόγω του καθοριστικού τους ρόλου διαμορφώνουν ευθέως και άμεσα τους όρους της συναλλακτικής τους σχέσης με τους δανειζόμενους και αναλαμβάνουν τον κίνδυνο εκ της χρηματοδοτήσεως. Στην πράξη πρόκειται για τη μετατόπιση της χρηματοδότησης από τα κλασσικά δάνεια προς όφελος της έκδοσης χρεογράφων/ αξιογράφων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Στη διεθνή πρακτική αλλά και στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο δυνάμει του Ν. 3156/2003, όπου γίνεται λόγος για τιτλοποίηση επικρατεί η στενή έννοια αυτής. Συγκεκριμένα, αφορά τη σύναψη ενός είδους ομολογιακού δανείου με σαφή διαφοροποιητικά στοιχεία από τα γνωστά σε όλους μας ομολογιακά δάνεια. Μέσω αυτού μια επιχείρηση επιλέγει να χρηματοδοτηθεί από την κεφαλαιαγορά ρευστοποιώντας ρευστοποιήσιμα αλλά μη ρευστά περιουσιακά της στοιχεία μέσω της έκδοσης ομολογιών. Αν και επί της ουσίας η εν στενή έννοια τιτλοποίηση στηρίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αξιογράφων, που ήδη υπήρχαν στην κεφαλαιαγορά και τη χρηματαγορά κατά την ευρεία έννοια αυτής, διαφέρει ωστόσο από τη τελευταία κατά το εξής: δεν δημιουργεί αξιόγραφα που ενσωματώνουν απαίτηση κατά της πωλήτριας/χρηματοδοτούμενης εταιρείας. Οι κάτοχοι των εν λόγω τίτλων (τιτλούχοι επενδυτές) αποκτούν ενοχικό δικαίωμα κατά της ΕΕΣ, που είναι και η εκδότρια των τίτλων (άρθρο 10§2 του Νόμου 3156/2003).

iii)Οι αρχές που διέπουν την τιτλοποίηση
Σε διεθνές επίπεδο έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις για το αν τελικά η τιτλοποίηση είναι νεωτεριστική ως διαδικασία ή ως θεσμός και νομικό μόρφωμα. (βλ. Βενιέρης, Τιτλοποίηση απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν. 3156/2003 υπό το πρίσμα και της διεθνούς πρακτικής, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 14), Έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις περί χαρακτηρισμού της τιτλοποίησης: ειδικότερα δε κατά τον Kumpel τιτλοποίηση είναι ένα «νέο είδος χρηματοδοτικής μεθόδου και τεχνικής», σύμφωνα με τον Ohl «νεωτερισμός της διαδικασίας χρηματοδοτήσεων», κατά τον Bar «κατατάσσεται στη γενικότερη κατηγορία χρηματοδοτήσεων που βασίζονται σε απαιτήσεις επιχειρήσεων».
Στη χώρα μας χαρακτηρίζεται ως «νέος χρηματοδοτικός θεσμός» σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Νόμου. Σε κάθε περίπτωση ξεπερνώντας τον σκόπελο των επιμέρους χαρακτηρισμών παρατίθενται κατωτέρω τα βασικά χαρακτηριστικά της τιτλοποίησης καθώς και οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 10 του Νόμου στις οποίες αυτά αναφέρονται:
α) Η ύπαρξη μιας προβλέψιμης ροής πληρωμών, την οποία θα προκαλέσει το ληξιπρόθεσμο ρευστοποιήσιμων αλλά όχι ρευστών απαιτήσεων. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμα και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές αλλά και απαιτήσεις υπό αίρεση (άρθρο 10§6).
β) Η δημιουργία μιας ΕΕΣ με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για τη τιτλοποίησή τους προς την οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις (άρθρο 10§2).
γ) Θεμελιώδους σημασίας είναι ο διττός ρόλος της ΕΕΣ, που αφενός εκδίδει τις ομολογίες, τις οποίες εν συνεχεία θα διαθέσει στο επενδυτικό κοινό και αφετέρου αποτελεί το μέρος της διαδικασίας, που θα αντλήσει τα κεφάλαια, που απαιτούνται και αντιστοιχούν στο τίμημα πώλησης των απαιτήσεων (άρθρο 10§7).
δ) Η αρχή της αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας της ΕΕΣ από τη μεταβιβάζουσα εταιρεία. Ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής αυτής αποτυπώνονται αφενός στην περίπτωση παροχής εξασφαλίσεων με την παροχή ρευστότητας από τρίτα μέρη (ανεξαρτησία) και αφετέρου μέσω της σύνθεσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΕΣ μόνο από ονομαστικές μετοχές (άρθρο 10§4 - εν προκειμένω η διαφαινόμενη ένσταση της εικονικότητας των εν προκειμένω τιτλοποιήσεων θα αναπτυχθεί ειδικότερα κατωτέρω).
ε) Η αρχή του οικονομικού και νομικού αποχωρισμού των απαιτήσεων από τη μεταβιβάζουσα εταιρεία (χρηματοδοτούμενη), η οποία βασίζεται στη συμμετοχή της ΕΕΣ στη διαδικασία τιτλοποίησης. Η πρακτική της εφαρμογή συναντάται στην παροχή των εσωτερικών εξασφαλίσεων.
στ) Για την εξυπηρέτηση των σκοπών της τιτλοποίησης, αλλά κυρίως για την εξασφάλιση της πληρωμής των τόκων και του κεφαλαίου στους επενδυτές είναι δυνατόν να συνάπτονται πάσης φύσεως δάνεια ή πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις από την Ε.Ε.Σ (άρθρο 10§7).

iv)Η νομική φύση της τιτλοποίησης
Η τιτλοποίηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενιαία νομική πράξη, αφού στην πράξη πρόκειται για μια πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία αποτελείται από αλληλοδιαδεχόμενα στάδια. Αποτελεί ένα σύνθετο συναλλακτικό μόρφωμα, το οποίο συντίθεται από επιμέρους συμβατικές σχέσεις. (Λιάππης, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου ΕΕΤΔΔΚ, σελ. 91).
Για την πλήρη κατανόηση της λειτουργίας αυτού του σχήματος κρίνεται σκόπιμος ο προσδιορισμός της νομικής φύσης αλλά και των βασικών χαρακτηριστικών κάθε επιμέρους σύμβασης - «κρίκου» αυτής της «αλυσίδας αλληλένδετων συμβατικών σχέσεων».
Πρώτον και κύριον καθοριστική σημασία έχει ο προσδιορισμός μιας συμβατικής σχέσης η οποία δεν αποτελεί κρίκο στην ανωτέρω αναφερομένη αλυσίδα συμβατικών σχέσεων αλλά αποτελεί τη «γενεσιουργό της τιτλοποιούμενης απαίτησης σύμβαση». Πρόκειται για τη σύμβαση μεταξύ οφειλέτη και μεταβιβάζοντος από την εκτέλεση των όρων της οποίας έχει ήδη γεννηθεί ή θα γεννηθεί (στο μέλλον) η απαίτηση που στη συνέχεια τιτλοποιείται. Τρία (3) είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των συμβάσεων στα οποία θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε σχέση με την προοπτική τιτλοποίησης των απαιτήσεων που απορρέουν από αυτές:
(α) οι δικαιοπραξίες που αποτελούν τον νόμιμο λόγο γέννησης της εκχωρούμενης (τιτλοποιούμενης) απαίτησης μπορεί να υπόκεινται στον τύπο που ορίζει ο νόμος που τις προβλέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 158 ΑΚ («Η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος») ή στον δικαιοπρακτικό τύπο που όρισαν οι συμβαλλόμενοι 159 ΑΚ. Για παράδειγμα οι εκχωρούμενες απαιτήσεις που έχουν ως νόμιμο λόγο γέννησής τους την έκδοση αξιογράφου υπόκεινται σε έγγραφο τύπο ενώ οι εκχωρούμενες απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση έργου δεν υπόκεινται κατ’ αρχήν σε δικαιοπρακτικό τύπο. Επομένως, η προοπτική ένταξής τους στο μηχανισμό της τιτλοποίησης αυτή καθ’ εαυτή δεν αλλάζει τίποτε στον κανόνα του ατύπου αυτών των συμβάσεων.
(β) Σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου (άρθρο 10 §1) οι μεταβιβαζόμενες πρέπει να είναι «επιχειρηματικές απαιτήσεις», δηλ. να προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας της μεταβιβάζουσας εταιρείας. Για παράδειγμα από στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια τραπεζών, από προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών. Ωστόσο, ανακύπτει το ερώτημα αν λόγω της εμπορικής ιδιότητας του μεταβιβάζοντος (άρθρο 10 §2 «ο μεταβιβάζων είναι έμπορος») οι προς τιτλοποίηση πρέπει να είναι απαραιτήτως και εμπορικές. Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων γίνεται δεκτό πως είναι δυνατή η εκχώρηση και άλλων απαιτήσεων, που χωρίς να είναι εμπορικές σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του μεταβιβάζοντος, λ.χ. οι απαιτήσεις από την πώληση παγίων περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος με πίστωση του τιμήματος. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της επιχειρηματικής απαίτησης όπως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2844/2000 ισχύει και επί τιτλοποίησης.
 Επομένως, ο όρος «επιχειρηματικές απαιτήσεις» πρέπει να λαμβάνεται υπό την ευρεία έννοια του, δηλ. περιλαμβάνει όλες τις απαιτήσεις που ανήκουν σε μια επιχείρηση, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του όρου «απαίτηση της επιχείρησης» και αφορά κάθε απαίτηση περιλαμβανόμενη στα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης. Υπό αυτή τη θεώρηση και με βάση το υποκειμενικό κριτήριο γίνεται δεκτό ότι εφόσον ιδιωτική απαίτηση αποκτηθεί από επιχείρηση, η απαίτηση καθίσταται επιχειρηματική.
(γ) ο νομοθέτης παρεμβαίνει και θέτει εκποδών τον συμβατικό όρο για το ανεκχώρητο της απαίτησης (α. 10 παρ.8 α), μεταβίβαση με μόνη την καταχώριση (α. 10 παρ.10 α) και καθιερώνει απόκλιση από τον κανόνα του α.460 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο θα ήταν απαραίτητη η εξατομικευμένη αναγγελία της μεταβίβασης προς τον οφειλέτη.

vi) Η σύμβαση πώλησης
                Σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου (άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α’) «Τιτλοποίηση είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος». Η σύμβαση πώλησης συνάπτεται μεταξύ της μεταβιβάζουσας εταιρείας και της αποκτούσας, δηλ. της εταιρείας ειδικού σκοπού και διέπεται από τον συνδυασμό των διατάξεων 513επ. του ΑΚ και του άρθρου 10 του Νόμου, στο μέτρο βέβαια που οι διατάξεις του ΑΚ δεν αντίκεινται στα διατάξεις του τελευταίου. Η μεταβιβάζουσα πρέπει στο πλαίσιο της πώλησης να αναλάβει να εκχωρήσει την απαίτηση και η ΕΕΣ να αναλάβει να καταβάλλει ως αντάλλαγμα το τίμημα. Σε εκτέλεση της πώλησης πρέπει τα δύο μέρη να συμπράξουν στη σύναψη της σύμβασης εκχώρησης της απαίτησης στην ΕΕΣ. Οι δύο συμβάσεις θα καταρτίζονται στη συνήθη περίπτωση ταυτόχρονα με μία πράξη (κατά τον Χριστοδούλου πρόκειται για ενιαία συμφωνία-πλαίσιο).

Στην πράξη, οι Τράπεζες θα πωλήσουν αυτά που οι ίδιες έχουν διαγράψει από τους ισολογισμούς τους, τα έχουν ήδη συμψηφίσει με κέρδη παρελθουσών χρήσεων και εν είδει ευρέσεως «θησαυρού» σήμερα θα πωλήσουν έναντι αγνώστου τιμήματος τις απαιτήσεις προς τρίτους.
Πέρα από τις θεωρητικές μου ενστάσεις για την δυνατότητα ΑΜK για κάλυψη ζημιών ταμειακών ροών των Τραπεζών τίθεται το εξής ερώτημα, ιδίως για τις διαχειριστικές χρήσεις των 4 συστημικών Τραπεζών για τα έτη 2013 και μετά.
Σύμφωνα με το πρώτο Μνημόνιο και τον εφαρμοστικό του Νόμο, οι 4 συστημικές τράπεζες υποχρεωτικά υπέστησαν την επίβλεψη από Ελεγκτικές λογιστικές Εταιρείες (Ελεγκτές Αξιολόγησης = Ε.Α.) όσον αφορούσε την καθημερινή τους διαχείρηση. Σύμφωνα λοιπόν προς την απόφαση της ΕΚΤ του Ιανουαρίου του 2013, για την Εθνική και Eurobank Ε.Α. ορίστηκε η Grant Thornton, για την Άλφα Τράπεζα ορίστηκε η MAZARS γαλλίας και για την Πειραιώς η KPMG. Αυτές οι Ε.Α. όχι μόνο έχουν εγκατασταθεί σε κάθε τράπεζα, αλλά έχουν βέτο σε κάθε δαπάνη και υποβάλλουν μηνιαίες, τριμηνιαίες, εξάμηνες και ετήσιες εκθέσεις στην εργοδότριά τους ΕΚΤ σύμφωνα με την οποία αποτιμούν μεταξύ άλλων το ύψος των εξυπηρετούμενων δανείων και μη και αποφασίζουν ποια δάνεια θεωρούνται επισφαλή ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ουσιωδέστατος, διότι το πακέτο των δανείων αυτών αποτελεί για κάθε τράπεζα χωριστά το μέτρο βάσει του οποίου λαμβάνει δανεικά χρήματα από τον
ELA στον οποίο οι τράπεζες de facto εκχωρούν την δυνατότητα ως ενεχυριασθέντα, σε περίπτωση μη εξόφλησης αν και όποτε ζητηθεί του ELA να απαιτήσουν την παράδοση όσων στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών παραχωρήθηκαν ως εγγύηση στον ELA.
Οι συγκεκριμένες εταιρείες αξιολόγησης προέβησαν σε εσφαλμένη αποτίμηση (αν με δόλο ή βαρεία αμέλεια είναι θέμα προς διερεύνηση) των περιουσιακών στοιχείων που οι τράπεζες ενίοτε ενεχυρίαζαν στον ELA για να λαμβάνουν οι Τράπεζες ρευστότητα, ουσιαστικά εξαπατώντας την ΕΚΤ (όμως πιθανότατα με σιωπηρή αποδοχή της), ενώ σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής, η αξία των ενεχύρων αυτών ήταν σαφώς υποδεέστερη της δηλωθείσας, η δε ενισχύσεις που ελάμβαναν οι τράπεζες δια της μεθόδου αυτής ήσαν σαφώς εκτός του καταστατικού χάρτη της ΕΚΤ.


Εάν η ΑΜK δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για την αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών, τότε τι μπορεί να γίνει ?
Σύμφωνο με τις αρχές που ανέλυσα ανωτέρω, είναι το σχέδιο που προτείνει ο Ν.Χουντής για επιδότηση αποπληρωμής δανείων αντί ΑΜΚ. (http://www.alphafm.gr/archives/41455)
Η επιδότηση μερικής ή ολικής εξόφλησης δανείων από τα χρήματα του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, θα είναι όχι μόνο μια πράξη δικαιοσύνης, αφού τα χρήματα προέρχονται από δάνεια που θα τα πληρώσουν τα ελληνικά νοικοκυριά, αλλά μπορεί να βοηθήσει στο ξεκίνημα μιας ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλέσει πολλαπλάσια αύξηση της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Αυτό ισχυρίζεται, με ερώτηση-πρόταση που κατέθεσε σήμερα προς τον αρμόδιο Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Όλι Ρέν, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (τότε), Νίκος Χουντής.
Στην πρόταση του ο Νίκος Χουντής ζητάει «τμήμα των συνολικών 40 δις, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, να δοθεί ως κίνητρο σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για μερική ή ολική εξόφληση των δανείων τους. Δηλαδή, για κάθε, π.χ. 10.000 ευρώ εξόφλησης ενός δανείου, να υπάρχει κίνητρο ύψους 3.000 ευρώ από τα κεφάλαια του ΕΤΧΣ» και τονίζει ότι μια τέτοια ενέργεια θα είχε τις εξής επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία:
-θα αύξανε τη ρευστότητα της οικονομίας, λόγω της κινητοποίησης επιπρόσθετων πόρων, αφού μια επιδότηση, πχ 30 ευρώ, στην εξόφληση δανείων θα κινητοποιούσε επιπρόσθετους πόρους 100 ευρώ,
-θα επανέφερε στην οικονομία, κεφάλαια που έχουν αποσυρθεί, λόγω του φόβου δυσμενών οικονομικών εξελίξεων, που βρίσκονται είτε μέσα στο «στρώμα», είτε σε ξένες τράπεζες. Σήμερα, δεν υπάρχει κίνητρο για να αποπληρώσεις νωρίτερα, μέρος ή ολόκληρο, το δάνειο.
-θα διευκόλυνε χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αποτρέποντας για ορισμένα την οικονομική κατάρρευση και πτώχευση, και για άλλα, θα αποτελούσε σημαντική βοήθεια, αφού θα μπορούσε ταυτόχρονα να μειώσουν με αυτό τον τρόπο τη μηνιαία δόση εξυπηρέτησης των δανείων,
-θα  διευκόλυνε τις τράπεζες να αποδεχτούν διαγραφή χρεών νοικοκυριών που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια,
-θα έδινε μια ανάσα στην πραγματική οικονομία, διευκολύνοντας μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην αποπληρωμή δανείων, δίνοντας μια τονωτική ένεση στην ενεργό ζήτηση.
Η πλήρης ερώτηση-πρόταση του Νίκου Χουντή, έχει ως εξής:
“Με βάση την απόφαση του Ευρ. Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2011 και τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), θα δοθούν επιπρόσθετα, στα 10 δις που έχουν ήδη δοθεί, τουλάχιστον, 30 δις ευρώ, για την ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν, αφενός τις επιπτώσεις του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, και αφετέρου, να ικανοποιήσουν την απόφαση της ΕΑΤ για αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας (Core Tier 1) των ευρωπαϊκών τραπεζών στο 9%, μέχρι τον Ιούνιο του 2012. Ο τρόπος που έχει επιλεγεί από την ΕΕ για την ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών, μέσω του ΕΤΧΣ, αφορά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζικών ιδρυμάτων που το έχουν ανάγκη. Ανεξάρτητα από τις απόψεις που μπορεί να έχει κανείς για την ενίσχυση των τραπεζών, οι τρόποι ενίσχυσης που φαίνεται να έχουν μέχρι στιγμής υιοθετηθεί, δεν αντιμετωπίζουν την κύρια αιτία της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος,  που είναι η έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών, αλλά και η αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων που ήδη έχουν αναλάβει τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Από την άποψη αυτή, λοιπόν, θα ήταν πολλαπλά ωφέλιμο για την ελληνική οικονομία, ένα τμήμα των συνολικών 40 δις, του ΕΤΧΣ, να δοθεί ως κίνητρο σε νοικοκυριά και ΜΜΕ, για μερική ή ολική εξόφληση των δανείων τους. Δηλαδή, για κάθε, π.χ. 10.000 ευρώ εξόφλησης ενός δανείου, να υπάρχει κίνητρο ύψους 3.000 ευρώ από τα κεφάλαια του ΕΤΧΣ. Μια τέτοια ενέργεια θα είχε δυο πολύ βασικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Από τη μια, θα αύξανε τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, αφού μια επιδότηση, πχ 30 ευρώ, στην εξόφληση δανείων θα κινητοποιούσε επιπρόσθετους πόρους 100 ευρώ, οι οποίοι σήμερα έχουν αποσυρθεί λόγω του φόβου δυσμενών οικονομικών εξελίξεων (επαναπατρισμός κεφαλαίων), και από την άλλη θα διευκόλυνε χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αποτρέποντας έτσι την οικονομική και κοινωνική τους κατάρρευση. Με δεδομένο ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης, εκτός των ανωτέρω, θα αποτελούσε και πράξη δικαιοσύνης προς τον ελληνικό λαό, ο οποίος καλείται να εξοφλήσει και το πακέτο βοήθειας 130 δις, στο οποίο περιλαμβάνονται τα 40 δις του ΕΤΧΣ, αλλά και ότι θα μπορούσε να διευκολύνει τις τράπεζες να δεχτούν και την οριστική διαγραφή χρέους για στεγαστικά δάνεια, που είναι αδύνατο να εξυπηρετηθούν, ερωτάται η Επιτροπή: Προτίθενται οι υπηρεσίες της Κομισιόν, που είναι υπεύθυνες για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις στην ΕΕ, να εξετάσουν τη δυνατότητα εφαρμογής της παραπάνω πρότασης; Πως τη σχολιάζουν; Μπορούν να διαβουλευθούν σχετικά .”

Πρώτο ερώτημα που τίθεται, αν μια τέτοια ρύθμιση θα αφορούσε το σύνολο των εν Ελλάδι τραπεζών ή μόνο τις 4 συστημικές που βρίσκονται υπό την ομπρέλα του  ΕΤΧΣ, διότι θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί ότι η ρύθμιση αυτή ευνοεί τις 4 σε βάρος των συνεταιριστικών τραπεζών (βέβαια είναι λίγο θεωρητική ή ερώτηση, όταν οι 4 ελέγχουν το 94% της αγοράς)
Δεύτερο ερώτημα είναι ποιος θα αναλάβει την πιστοποίηση των καταβολών, δηλαδή αν θα τεθεί από τον αρμόδιο φορέα χρηματοδότησης, ας πούμε για λόγους συζήτησης το ΕΤΧΣ, το νομικό πλαίσιο και μετά θα κληθούν οι Τράπεζες, αφού προσκομίσουν φακέλους υποθέσεων που αυτές οι ίδιες χαρακτηρίζουν ως δάνεια που ήσαν κόκκινα, αλλά πλέον εξυπηρετούνται, έστω με νέα ρύθμιση και νέους όρους και για τα οποία ζητούν από το ΕΤΧΣ να καταβάλλει το ποσό της επιδότησης?

Μπορούμε να εμπιστευτούμε τις ίδιες τις Τράπεζες, ή ειδικά τις Εταιρείες Αξιολόγησης, οι οποίες ήδη έχουν παραποιήσει τα στοιχεία των ενεργητικών των Τραπεζών στις εκθέσεις τους στην ΕΚΤ για το έργο της απόφασης της υπαγωγής ή όχι δανείων σε καθεστώς επιδότησης ή όχι, ή υπάρχει η βεβαιότητα ότι τις εσφαλμένες απεικονίσεις και την ίδια τους την τακτική θα συνεχίσουν σε αυτόν τον τομέα ευνοώντας συγκεκριμένα συμφέροντα συνδεδεμένων με αυτές προσώπων ή επιχειρήσεων?
Φορέας αυτής της απόφασης μπορεί μόνον να είναι ανεξάρτητο από τις Τράπεζες νομικό πρόσωπο που θα υπόκειται στον Δημόσιο έλεγχο και που θα υποχρεώνεται να εφαρμόζει κανόνες διαφάνειας και ισότητας στην δράση του. Στο παρελθόν υπήρξε στην Ελλάδα παρόμοιου τύπου παρέμβαση στον τραπεζικό τομέα διά της παρεμβάσεως δύο θεσμών, ο ένας ήταν ο ΟΑΕΔ στα επιδοτούμενα στεγαστικα και ο άλλος ήταν το ΤΕΠΜΕ στα επιδοτούμενα επιχειρηματικά δάνεια. Οφείλουμε να σημειώσουμε τόσο την επιτυχία του πρώτου αλλά και την παταγώδη αποτυχία του δεύτερου, η οποία όμως οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επενδύσεων που υπήχθησαν είχαν αποκλειστικά οι τράπεζες οι οποίες κατασπατάλησαν τις χορηγήσεις αυτές προς αεριτζήδες, κομματικούς και τραπεζικούς υμετέρους και παράγοντες της ντόπιας πλουτοκρατίας.

Εξυπακούεται ότι η ΤτΕ δεν μπορεί να έχει κανέναν ρόλο σε αυτήν την διαδικασία ως ελεγκτής, αφού το ελεγκτικό της έργο στον τομέα της Τραπεζικής πίστης, έχει άγρια ποδοπατηθεί από την ίδια, η οποία ως όργανο άνομων συμφερόντων έχει μεσολαβήσει σε ανοσιουργήματα σε βάρος της τραπεζικής πίστης και της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος στην χώρα μας.
Θα πρέπει για να υπαχθεί συνεπώς ένα δάνειο στο καθεστώς επιδότησης να έχει ήδη διαγραφεί από το ενεργητικό της Τράπεζας και να έχει υποστεί μια εσωτερική διαδικασία, ή αρκεί και να ήταν σε μια μερική ή ολική καθυστέρηση?
Υπάρχει σαφές θέμα διάκρισης που θα ανακύψει σε βάρος των νύν εξυπηρετουμένων δανείων και ίσως και ένα θέμα διαχρονικού δικαίου. Γιατί να μην επιδοτούνται όλα τα δάνεια και μόνον τα μη εξυπηρετούμενα. Αμέσως θα έχουμε πλήθος αγωγών περί καταχρηστικότητας, ή άλλως όλοι θα σταματήσουν να πληρώνουν τα δάνεια προκειμένου να υπαχθούν και αυτοί στο καθεστώς επιδοτούμενου δανείου….
Αρα τίθεται ένα θέμα χαρακτηρισμού των δανείων αυτών ως μη εξυπηρετούμενων, με το επακόλουθο ερώτημα, ποιος θα αποφασίσει πότε είναι NPL και με ποιο σκοπό.






Τα NPLs έχουν τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης διαχρονικά ανάλογα με το πολιτικό σκηνικό που επικρατεί.

Επί Franklin Delano Roosvelt ιδρύθηκαν τράπεζες ειδικού σκοπού με βάση ειδικό νόμο (https://en.wikipedia.org/wiki/ Home_Owners%27_Loan_Corporation) και ανέλαβαν κατά περίπτωση την αναχρηματοδότηση των δανείων με σαφώς καλύτερους όρους από την έως τότε «ελεύθερη» τραπεζική αγορά και λειτούργησαν έως τα μέσα των δεκαετιών του 1980 οπότε και έκλεισαν, έχοντας εκπληρώσει τον ειδικό τους σκοπό. Οι τράπεζες αυτές «αγόρασαν» από τις αρχικές τράπεζες που είχαν χορηγήσει τα στεγαστικά δάνεια σε σαφώς χαμηλότερες αξίες των λογιστικών τους τα δάνεια αυτά.
Άλλως, μεταβιβάζονται σε funds που έχοντας πληρώσει το πολύ το 10% της αξίας των NPL απαιτούν την είσπραξη του 100% κατά παράβαση με των αρχών της καλής πίστεως και κατά την άποψή μου διαπράττοντας το αδίκημα της αισχροκέρδειας. Σύμφωνα με τον Ελληνικό νόμο, η εκχώρηση απαίτησης, είναι μια πράξη η οποία δίνει το δικαίωμα στον αντισυμβαλλόμενο να ασκήσει όλες τις ενστάσεις και ισχυρισμούς που θα είχε αν είχε απέναντί του τον αρχικό του αντισυμβαλλόμενο, όταν δε υπάρξει σαφής αναντιστοιχία παροχής και αντιπαροχής ως προς την εκχωρούμενη απαίτηση, το τίμημά της και την απαιτούμενη από τον αγοραστή ολική εκπλήρωση της παροχής, θα υπάρξει σίγουρα στο μέλλον και η πιθανότητα αιτιολογημένης μείωσης της υποχρέωσης του δανειολήπτη περί εξόφλησης της εκχωρούμενης οφειλής του.
Στο επιμύθιο του προβληματισμού μου προσθέτω ότι η ΑΜΚ που προτείνεται τον Νοέμβριο του 2015 και που ανέρχεται στο ύψος των 10 δίς ευρώ, αποτελεί πολύ μικρή και αναποτελεσματική λύση στο θέμα της αύξησης ρευστότητας των τραπεζών, διότι θα ενεργήσει ως προσωρινή ασπιρίνη, δεν θα αποτελέσει κίνητρο για επανεκκίνηση των αποπληρωμών των NPL απλά θα βοηθήσει προσωρινά κάποιους τραπεζίτες να καλύψουν πολλές απάτες και παράνομες χορηγήσεις στις οποίες έχουν προβεί (υπό την σιωπηρή ανοχή των Ε.Α που η ίδια η ΕΚΤ έχει ορίσει) και στο άμεσο μέλλον θα υπάρξει η ανάγκη νέων ενισχύσεων ή πιο δραστικών μέτρων.
Τέτοια μέτρα είναι η εφαρμογή ελέγχων κεφαλαίων που πνίγουν την δυνατότητα αναλήψεων και συνεπώς μειώνουν την άμεση έκθεση των τραπεζών στον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων και βέβαια η τελική λύση που πολλοί απεύχονται είναι η εκκαθάριση των τραπεζών με αντίστοιχη πλήρη ή μερική απώλεια των καταθέσεων. Βέβαια υπάρχει και η λύση της Ισλανδίας, στην οποία η Κυβέρνηση άφησε τις τράπεζες να πτωχεύσουν, ανέκτησε όσα από τα στοιχεία του ενεργητικού τους αξίζανε και αποζημίωσε πλήρως τους καταθέτες, με πολύ μικρότερο κόστος μάλιστα από τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις που ανεπιτυχώς έχουν εφαρμόσει άλλες χώρες όπως Κύπρος, Πορτογαλία, Ελλάδα κτλ….
Σαν τελευταία επισήμανση τονίζω ότι σύμφωνα με τις μαθηματικές προβλέψεις, ο συνδυασμός ανακεφαλαιοποίησης (με συμμετοχή ιδιωτών με μετρητά 10% και ΕΤΧΣ με μετατρέψιμα ομολογιακά δάνεια για το υπόλοιπο 90% περίπου) ύψους 10 δίς, η πώληση των κόκκινων δανείων που στην καλύτερη περίπτωση θα αποφέρει 1-2 δίς στα ταμεία των Τραπεζών (και αυτά δεν θα είναι καταβολές μετρητά- είμαι σίγουρος ότι τα Funds θα διαπραγματευτούν τιμές αγοράς των τιτλοποιημένων δανείων όχι μόνον στο 10-15% ονομαστικής αξίας, αλλά θα είναι και σε αρκετές… δόσεις) και η πώληση τιτλοποιημένων εξυπηρετουμένων δανείων (καλά ακούσατε !! θα πωληθούν και πακέτα ενεργών δανείων) δεν θα φτάσουν για να καλυφτεί η μαύρη τρύπα των δευτερευόντων ισολογισμών των τραπεζών, άρα θα οδηγηθούμε σε αναγκαστική συμμετοχή- κούρεμα των καταθετών των Τραπεζών. (υπάρχει μάλιστα προηγούμενο στην Ελλάδα, όπου ήδη προ εξαετίας το Ταμ. Παρακαταθηκών πούλησε σε Γερμανικό ασφαλιστικό ταμείο μεγάλο πακέτο τιτλοποιημένων δανείων δημοσίων υπαλλήλων η συντριπτική πλειοψηφία εκ των οποίων εξυπηρετείται έως σήμερα, πλήν όμως τα δάνεια του ΤΠκΔανείων περιείχαν όρους που δεν επέτρεπαν την μονομερή και αυθαίρετη χειροτέρευση των όρων των συμβάσεων και προβλέπανε αρκετά ελαστική μεταχείρηση των δανειοληπτών, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς των ως Δημ.Υπαλλήλων και της «ασφάλειας» στον δανειστή που προέβλεπε η μη δυνατότητα απόλυσής τους, όμως και το γεγονός ότι ήδη με την σύναψη του δανείου ο δημ. Υπάλληλος –δανειολήπτης είχε συμφωνήσει να παρακρατούνται αυτά τα χρήματα από τον μισθό που του κατέβαλε το Δημόσιο.

Θα έρθει σαν σόκ η μεταβίβαση ενεργών και εξυπηρετούμενων συμβάσεων σε
funds, αλλά αυτό αποτελεί συνήθη πρακτική στον κόσμο των «αγορών». Βέβαια, η πρακτική αυτή οδηγεί νομοτελειακά σε φούσκες αντίστοιχες με αυτές της κτηματαγοράς στις ΗΠΑ το 2008, που απετέλεσε την αφορμή για την κατάρρευση της Ευρωατλαντικής στεγαστικής πίστης και εν μέρει επετάχυνε και την καταστροφή των δημοσιονομικών των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Στην απέλπιδα προσπάθειά τους οι Τράπεζες να αντλήσουν κεφάλαια κίνησης θα πωλήσουν και πακέτα τιτλοποιημένων δανείων στα κοράκια, αυτό που έχει σημασία για τους δανειολήπτες είναι το γεγονός ότι δεν θα υπάρχει καμία ανοχή σε παράβαση έστω και του ελάχιστου συμβατικού όρου των μεταβιβασθέντων αυτών δανείων από τα κοράκια, τα οποία στην καθυστέρηση έστω και μιάς μέρας θα απαντούν με άμεση καταγγελία της δανειακής σύμβασης και σε κλήση του δανειολήπτη με νέους κατά πολύ επαχθέστερους όρους της σύμβασης, κυρίως με την μετατροπή του σε ενοικιαστή της ιδιοκτησίας του, που αποτελεί το πιο ρόδινο σενάριο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που ελπίζουν τα κοράκια.

Πέρα από αυτό, τα κοράκια κατά την συνήθη πάγια τραπεζική τακτική, εκμεταλλευόμενα την αμέριστη υποστήριξη της κυβέρνησης των Συριζα-ΑνΕλ στην δράση τους, θα παραβιάζουν βάναυσα από την πλευρά τους τις δανειακές συμβάσεις, τόσο στο ύψος των επιτοκίων, σε ανατοκισμούς, σε πλήθος παράνομων χρεώσεων, υπολογίζοντας ότι ελάχιστοι δανειολήπτες θα τολμήσουν να στραφούν εναντίον τους, αφού τόσο ο νέος κώδικας Πολιτικής Δικονομίας είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα τους, όσο και στο γεγονός ότι οι πανίσχυρες αυτές πολυεθνικές έχει αποδειχτεί και σε άλλες χώρες ότι διαθέτουν τεράστια ισχύ, τόσο σε επίπεδο επηρεασμού δικαστικών αποφάσεων, αλλά και σε χρήση διασυνδέσεών τους με άτομα του υποκόσμου, τα οποία θα αναλαμβάνουν τον «συνετισμό» των δανειοληπτών με «άλλα» μέσα, πάντοτε φυσικά με την «προφύλαξη» της «εννόμου τάξεως»……





Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο